Γιατί η χαρά, η λύπη ή η πλήξη που
«βλέπουμε» στα πρόσωπα των άλλων είναι μεταδοτικές και επηρεάζουν
βαθύτατα τη διάθεσή μας; Γιατί το χασμουρητό, το γέλιο ή το κλάμα είναι
τόσο κολλητικά;
[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]
Προφανώς, η ικανότητά μας να «συν-αισθανόμαστε» και να
«βιώνουμε» (σχεδόν σωματικά) αλλότρια αισθήματα και συγκινήσεις αποτελεί
την απαραίτητη προϋπόθεση κάθε ανθρώπινης διαπροσωπικής σχέσης και
συνεπώς ολόκληρης της κοινωνικής μας ζωής. Ομως από ποιους
νευροβιολογικούς μηχανισμούς εξαρτάται αυτή η φαινομενικά παράδοξη
ικανότητά μας για ενσυναίσθηση; Οπως και για κάθε άλλη νοητική μας
ικανότητα, η εξήγησή της θα πρέπει, πρωτίστως, να αναζητηθεί στα
περίπλοκα νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου μας. Ναι, αλλά πού ακριβώς;
Τα πιο ευγενή μας αισθήματα -η συμπόνια, ο αλτρουισμός, ακόμη
και ο έρωτας- εξαρτώνται από την πιο θεμελιώδη νοητική μας ικανότητα της
ενσυναίσθησης. Και όπως είδαμε στο τελευταίο μας άρθρο (Βλ. «Ε»
29-01-11), οι σύγχρονες επιστήμες του νου χρησιμοποιούν τον όρο
«ενσυναίσθηση» για να περιγράψουν τη μη λεκτική ικανότητα των ανθρώπων
(αλλά και των πιο εξελιγμένων ζώων) να αντιλαμβάνονται σε πρώτο πρόσωπο
τα συναισθήματα άλλων προσώπων.
Αν μάλιστα, όπως επιβεβαιώνεται από τις πιο πρόσφατες έρευνες
αυτού του φαινομένου, η ικανότητα για ενσυναίσθηση αποτελεί μια από τις
βασικές προϋποθέσεις τόσο της προσωπικής όσο και της κοινωνικής μας
ζωής, τότε προφανώς θα πρέπει να βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην
αρχιτεκτονική του εγκεφάλου μας.
Από καιρό ήταν γνωστό στους νευρολόγους ότι ασθενείς οι οποίοι
είχαν υποστεί -μετά από ασθένεια ή τραυματισμό- κάποια βλάβη στον
μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου τους εκδήλωναν μια περίεργη δυσλειτουργία:
ενώ ήταν απολύτως ικανοί να κατανοούν το σημασιολογικό περιεχόμενο των
λέξεων που άκουγαν, δεν ήταν πλέον σε θέση να αναγνωρίσουν το
συναισθηματικό περιεχόμενο ή τις ψυχικές «αποχρώσεις» τους. Αλλοι πάλι
ασθενείς με βλάβη σε διαφορετικά εγκεφαλικά κέντρα έχαναν την ικανότητα
όχι να κατανοούν αλλά να εκφράζουν τα συναισθήματά τους.
Βασιζόμενη στη μελέτη τέτοιων κλινικών περιπτώσεων, η επιφανής
Αμερικανίδα νευρολόγος Leslie Brothers πρότεινε το 1979 μια πρώτη
νευρολογική εξήγηση της ενσυναίσθησης. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι στις
εκδηλώσεις ενσυναίσθησης εμπλέκονται κυρίως το μεταιχμιακό σύστημα και η
αμυγδαλή, δύο εγκεφαλικές δομές που ήταν ήδη γνωστό ότι παίζουν
καθοριστικό ρόλο στη γέννηση και την επεξεργασία των συναισθημάτων.
Σύντομα όμως έμελλε να γίνει σαφές ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο
σύνθετα: αυτή η παραδοσιακή εντοπιστική προσέγγιση της ενσυναίσθησης σε
κάποια μακροσκοπικά «κέντρα» του εγκεφάλου αποδείχτηκε όχι μόνο
ανεπαρκής αλλά και ιδιαίτερα παραπλανητική.
Ωστόσο, αποφασιστικής σημασίας για την αποκάλυψη των νευρωνικών
υποδομών και των εγκεφαλικών κυκλωμάτων της ενσυναίσθησης ήταν μια
τυχαία παρατήρηση που έκαναν στο εργαστήριό τους κάποιοι άγνωστοι, τότε,
Ιταλοί ερευνητές που εργάζονταν στο Πανεπιστήμιο της Πάρμας. Στις αρχές
της δεκαετίας του 1990, οι Giacomo Rizzolati, Vittorio Gallese και
Leonardo Fogassi διαπίστωσαν ότι οι πίθηκοι μακάκοι διέθεταν ένα άγνωστο
μέχρι τότε είδος νευρικών κυττάρων, κάποιους ειδικούς νευρώνες που τους
επέτρεπαν να καταγράφουν και να αναγνωρίζουν τις κινήσεις ή τους ήχους
των ατόμων που βρίσκονταν γύρω τους.
Τοποθετώντας μικροηλεκτρόδια στον εγκεφαλικό φλοιό των πιθήκων,
οι ερευνητές αυτοί μελετούσαν πώς αντιδρούσαν οι πίθηκοι σε διάφορα
κινητικά ερεθίσματα, π.χ. όταν έπιαναν μια ρώγα σταφύλι ή μια μπανάνα
για να τη φάνε. Ενα πρωί, μπαίνοντας στο εργαστήριο, ο Leonardo Fogassi
πήρε ασυναίσθητα μια ρώγα σταφύλι και την έβαλε στο στόμα του. Τότε
συνέβη κάτι πολύ περίεργο: την ίδια στιγμή ενεργοποιήθηκαν κάποιοι
νευρώνες στον προκινητικό φλοιό του πιθήκου που τον κοιτούσε να τρώει το
σταφύλι! Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλος του πιθήκου αντέδρασε σαν να είχε
πραγματοποιήσει ο ίδιος αυτήν την κίνηση. Από αυτήν την αρχικά τυχαία
παρατήρηση τα επόμενα χρόνια ο Giacomo Rizzolati και η ομάδα του θα
οικοδομήσουν την επαναστατική θεωρία τους για τους νευρώνες-κάτοπτρα
(mirror-neurons).
Η νευροβιολογία της ενσυναίσθησης
Σήμερα θεωρείται επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι στον εγκεφαλικό φλοιό
των περισσότερων ανώτερων θηλαστικών (του ανθρώπου
συμπεριλαμβανομένου!) υπάρχει μια ειδική ομάδα νευρώνων, η οποία
ενεργοποιείται όποτε ανιχνεύεται από τους νευρώνες αυτούς κάποια
κινητική ή άλλη σωματική μεταβολή είτε στο ίδιο το ζώο είτε σε κάποιον
οργανισμό που βρίσκεται κοντά του.
Πράγματι, οι νευρώνες-κάτοπτρα ενεργοποιούνται όχι μόνο όταν ο
οργανισμός εκτελεί ο ίδιος κάποια πράξη, αλλά και όταν απλώς βλέπει
κάποιον άλλο οργανισμό να εκτελεί αυτή την πράξη. Για παράδειγμα, οι
νευρώνες-κάτοπτρα ενεργοποιούνται πάντοτε όταν ο πίθηκος μακάκος τρώει
μια μπανάνα, αλλά και όποτε βλέπει κάποιον άλλο πίθηκο ή έναν άνθρωπο να
τρώει μια μπανάνα.
Συνεπώς, οι νευρώνες-κάτοπτρα θα πρέπει να παίζουν αποφασιστικό
ρόλο όχι μόνο στην εκμάθηση νέων κινήσεων αλλά και στην αναπαραγωγή μέσω
μίμησης πιο σύνθετων προτύπων συμπεριφοράς. Πολύ συνοπτικά, όπως
επιβεβαιώθηκε από διάφορες έρευνες, αυτή η ομάδα «κοινωνικών» νευρώνων
βρίσκεται πίσω από όλες σχεδόν τις εντυπωσιακές επικοινωνιακές,
μαθησιακές και κοινωνικές ικανότητες των ανώτερων θηλαστικών και
ενδεχομένως αποτελεί το βιολογικό υπόστρωμα για την ανάπτυξη των
ανώτερων νοητικών-συναισθηματικών ικανοτήτων του είδους μας.
Οσο για την τολμηρή υπόθεση ότι εκτός από τους πιθήκους και
εμείς οι άνθρωποι διαθέτουμε ένα ανάλογο, αν και πολύ πιο πολύπλοκο,
σύστημα από νευρώνες-κάτοπτρα, θεωρήθηκε εξαρχής από τους ειδικούς μια
εικασία όχι απλώς εύλογη αλλά και απολύτως δικαιολογημένη. Μια
επιστημονική εικασία που όχι μόνο επιβεβαιώνεται από όλα τα διαθέσιμα
πειραματικά δεδομένα, αλλά και, επιπλέον, διαθέτει απρόσμενη εξηγητική
δύναμη!
Ισως γι' αυτό ορισμένοι διαπρεπείς ερευνητές του εγκεφάλου
θεωρούν ότι η ανακάλυψη των νευρώνων-κατόπτρων αποτέλεσε μια μεγάλη τομή
στις αντιλήψεις μας σχετικά με τη λειτουργία του νου. Ετσι, για
παράδειγμα, ένας μεγάλος νευροεπιστήμονας όπως ο V.R. Ramachandran θα
δηλώσει απερίφραστα το 2000 ότι «οι νευρώνες-κάτοπτρα θα αποδειχτούν για
την ψυχολογία ό,τι ήταν η ανακάλυψη του DNA για τη βιολογία: το πλαίσιο
εντός του οποίου μπορούμε να εξηγήσουμε μια σειρά από νοητικές
ικανότητες που μέχρι σήμερα παρέμεναν μυστηριώδεις και μη προσπελάσιμες
πειραματικά».