Κάποτε ήταν ένα παιδί ο Χ. Ο οποίος υπηρετούσε την θητεία του στον
ελληνικό στρατό σε ένα στρατόπεδο σε ένα νησί της Ελλάδας.Όπως και κάθε
άλλος στρατεύσιμος δικαιούταν κάποιες εξόδους και άδειες.Έτσι λοιπόν σε
μια έξοδό του γνώρισε μια κοπέλα και από τότε άρχισαν να κάνουν
παρέα.Έβγαιναν για αρκετό καιρό και είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι.Όποτε
μπορούσε και έβγαινε ο Χ. Από το στρατόπεδο πήγαινε και την έπαιρνε από
το σπίτι της όπου και έδιναν ραντεβού. Ένα βράδυ λοιπόν που είχαν βγει
να απολαύσουν την βόλτα τους η κοπελιά άρχισε να κρυώνει οπότε ο Χ.
Έβγαλε το μπουφάν του και της το έδωσε να το φορέσει για να ζεσταθεί.
Αφού
τελείωσε η βραδυνή βόλτα ο Χ. Μαζί με την κοπέλα επέστρεψαν στο σπίτι
τους αφού ο Χ. την πήγε σπίτι της.Τη επόμενη μέρα ο Χ. διαπίστωσε ότι
είχε ξεχάσει να πάρει το μπουφάν του.Έτσι λοιπόν πήγε στο σπίτι της να
ζητήσει το μπουφάν του γιατί το χρειαζόταν.Όταν χτύπησε το κουδούνι του
άνοιξε μια κυρία οπότε και ο νεαρός ζήτησε να δει την κοπέλα και
εξήγησε και τον λόγο τηε επίσκεψής του. Τότε η γυναίκα του είπε πως η
κοπέλα που ζητούσε να δει είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια.Ο Χ.
έμεινε άναυδος και άρχισε να της εξιστορεί όλη την ιστορία με την
γνωριμία με την κοπέλα.Τότε η γυναίκα του υπέδειξε σε ποιο νεκροταφείο
και σε ποιο ακριβώς σημείο είναι θαμμένη η κοπέλα.
Ο Χ. πήγε στο
νεκροταφείο του χωριού και έψαξε να βρει το μνήμα της κοπέλας.Μετά από
λίγη ώρα τον βρήκε και διαπίστωσε κάτι πραγματικά απίστευτο,η κοπέλα
ήταν όντως θαμμένη εκεί και πάνω στην ταφόπλακα υπήρχε παρατημένο το
μπουφάν του.
Το κορίτσι και το πιάνο Κάποτε
σε μια γειτονιά της Αθήνας υπήρχε ένα αρχοντόσπιτο, αυτά τα παλιά με
τους διώροφα κτίσματα με εσωτερικές σκάλες και με κήπο. Σε αυτό το
σπίτι έμενε μια τριμελής οικογένεια. Ο άντρας δούλευε σε κάποια μικρή
επιχείρηση, η γυναίκα του σπιτιού ασχολιόταν με τις δουλειές του
σπιτιού ενώ το παιδί τους, ένα μικρό κοριτσάκι πήγαινε σχολείο. Το
κοριτσάκι αυτό είχε σαν χόμπι τη μουσική και του άρεσε πολύ το πιάνο.
Ετσι λοιπόν οι γονείς του το έγραψαν σε ένα ωδείο και λίγο καιρό
αργότερα του αγόρασαν και ένα πιάνο για να μπορεί να κάνει πρακτική
εξάσκηση. Το μικρό κορίτσι καθόταν λοιπόν κάθε απόγευμα, αφού τελείωνε
όλες τις άλλες του δουλειές, και έπαιζε πιάνο για αρκετές ώρες. Αυτό
επαναλαμβανόταν συνέχεια κάθε μέρα σχεδόν πάντα μια συγκεκριμένη ώρα
(ας πούμε ότι η ώρα αυτή ήταν 6 το απόγευμα). Μια μέρα όμως η μητέρα
του της είπε να κάνει κάποιες δουλειές γιατί εκείνη θα έφευγε. Το
κοριτσάκι δεν έκανε τις δουλειές που του είχε πει η μητέρα του και
άρχισε να παίζει πιάνο. Όταν γύρισε η μητέρα του το βρήκε να παίζει
πιάνο και υπέθεσε ότι οι δουλειές που τις είχε αναθέσει είχαν γίνει.
Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι το κοριτσάκι δεν είχε κάνει τίποτα
απολύτως έγινε έξω φρενών.
Τότε άρχισε να μαλώνει το κορίτσι και
ξέσπασε ένας μεγάλος καβγάς. Η μικρή έφυγε κλαίγοντας και άρχισε να
ανεβαίνει την μεγάλη ξύλινη σκάλα μέχρι που την τράβηξε η μητέρα της.
Τότε το κοριτσάκι παραπάτησε και έπεσε από την σκάλα, χτύπησε στο πίσω
μέρος του κεφαλιού της και πέθανε.
Μετά από το συμβάν οι γονείς της
άφησαν το σπίτι αυτό και μετακόμισαν σε άλλη περιοχή της Ελλάδας. Το
σπίτι αυτό ερήμωσε καθώς δεν είχε απομείνει τίποτα εκεί μέσα.
Όμως όποιος περάσει έξω από αυτό το σπίτι αυτό μια συγκεκριμένη ώρα θα ακούσει το μικρό κορίτσι να παίζει πιάνο.
Η δαιμονική φιγούρα(αυτήν την ιστορία προσωπικα δεν την πιστευω με τίποτα, αλλα μου έκανε εντύπωση!)
Ένα
βράδυ μία παρέα τεσσάρων-πέντε φίλων, αποφάσισε να πάει απ'την πόλη που
έμεναν, με ένα φορτηγάκι, σε μία άλλη μακρινή πόλη για να κάνουν
clubbing μιάς και στην περιοχή τους δεν είχαν καμία ντισκοτέκ. Όπως και
έγινε. Ξεκίνησαν λοιπόν για τον προορισμό τους. Σσε κάποια φάση στην
διαδρομή επάνω, είδαν στα δεξιά του δρόμου, έναν κύριο ηλικιωμένο που
φορούσε λευκό καπέλο και σακάκι και κρατούσε μία λευκή βαλίτσα στο ένα
του χέρι, ντυμένος στα λευκά απ'την κορφή ως τα νύχια, να τους κάνει
ωτοστόπ. Τα παιδιά τότε προθυμοποιήθηκαν με πολλή χαρά να τον πάρουν
μαζί τους και σταματώντας, τον έβαλαν μέσα και, έτσι, συνεχίσαν την
διαδρομή τους. Σε λιγάκι, τα παιδιά άρχισαν κάπως να ξεθαρρεύουν
μπροστά του, και έτσι αρχίσαν και έλεγαν ανέκδοτα, και ο ένας άρχισε να
πειράζει τον άλλον, και γενικώς να κάνουν αβέρτα χαβαλέ τότε. Ο κύριος
αυτός, στο μεταξύ, δεν είχε πει ούτε λέξη καθ'όλη την διάρκεια της
διαδρομής ! Σε κάποια φάση, πολύ πριν φτάσουν στον προορισμό τους, ο
ηλικιωμένος κύριος αυτός, άρχισε ανεξήγητα να... καπνίζει. Και όχι
κανένα τσιγάρο, αλλά... ολόκληρος ! Απ'το σώμα του μέχρι κι απ'τα αυτιά
του ακόμα, έβγαζε καπνούς ! Τα παιδιά τότε, βλέποντάς τον, σταματήσαν
αμέσως τα αστεία αναμεταξύ τους, και άρχισαν να παραξενεύονται πολύ και
να αναρωτιούνται τι να συμβαίνει και άρχισε να καπνίζει ολόκληρος ο
κύριος αυτός. Επικράτησε για κάμποσο τότε μεγάλη παγωμάρα. Δεν μιλούσε
κανένας. Μόνο τον κοίταζαν με περιέργεια. Τότε ένα απ'τα παιδιά που
καθόταν δίπλα του, παρατήρησε ότι, το δαχτυλίδι που φορούσε ο κύρος
αυτός, είχε πυρώσει και είχε γίνει πια κατάκόκκινο ! Τα παιδιά
παρατήρησαν ότι το ίδιο σύμβαινε και με τα μάτια του. Είχαν γίνει κι
αυτά κατάκόκκινα αλλά με κάτι παρππάνω όμως: βγάζανε φλόγες ! Τα παιδιά
τότε, βλέποντας το αυτό να συμβαίνει, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μέσα σε
χρόνο dt, τα παιδιά είχαν σταμάτησει το φορτηγάκι, μιάς που είχαν
"ντουμανιάσει" πια απ'τους πολλούς καπνούς, και είχαν κατεβάσει τον
περίεργο αυτόν κύριο, κοιτώντας τον συνεχώς με περιέργεια. Τότε ο
κύριος αυτός, καπνίζοντας ακόμα ολόκληρος, και αλλάζοντας μορφή έτσι
που φατσικά έμοιαζε σαν τον "έξαποδώ", τους είπε με πολύ στομφώδες
ύφος: "Έχετε χάρη που ο συνοδηγός φοράει σταυρό... αλλιώς θα σας είχα
πάρει μαζί μου !!", και λέγοντάς το αυτό, εξαφανίστηκε με έναν έντονο
στιγμιαίο ανεμοστρόβιλο, αφήνοντάς στο σημείο που στεκόταν μόνο λίγη
στάχτη. Μόλις εξαφανίστηκε, αμέσως σταμάτησε και ο ανεμοστρόβιλος. Τα
παιδιά, τα "χρειάστηκαν" για τα καλά, και αφού επιβιβάστηκαν πάλι στο
φορτηγάκι, δεν πήγαν τελικά στην άλλη πόλη που είχαν αποφασίσει να
πάνε, αλά γυρίσανε άρον των άρον στην πόλη τους, από όπου και
ξεκίνησαν, όπου και διηγήθηκαν στους δικούς τους το γεγονός αυτό που
τους έτυχε.
Ο φύλακας-άγγελος
Ήταν
κάποτε ένα κοριτσάκι, μικρό σε ηλικία, περίπου έξι με εφτά χρονών.
Εξ'αιτίας του οτι είχε μεγάλα αδέρφια και την βρίσκανε να πειράζουνε
την μικρή, της είχαν δείξει φωτογραφίες απο ένα περιοδικό που
απεικόνιζαν φαντάσματα. Το κοριτσάκι, μικρό όπως ήταν τα πίστευε και
τρόμαζε.
Ένα πρωινό του Σαββάτου, καθόταν μπροστά στην τηλεόραση
και έβλεπε παιδικά προγράμματα, η μητέρα της έφευγε για την δουλειά και
τα αδερφια της κοιμόντουσαν. Κάποια στιγμή άκουσε μια ψιθυριστή φωνή να
λέει το όνομα της. Γύρισε αλλά πονηρεμένη πια οτι ίσως ήταν κάποιο απο
τα αδέρφια της που την πείραζε, συνέχισε να παρακολυθεί τα Πόκεμον με
πολυ ενδιαφέρον. Ύστερα απο λίγο είδε κάποιον να μπαίνει στο δωμάτιο
που καθόταν, φορούσε πολυ απλά ρούχα, τζιν και μπλουζάκι και την
κοιτούσε ευγενικά.
-Ποιος είσαι εσυ? τον ρώτησε.
-Ένας φίλος σου απο μακριά.
-Πώς σε λένε?
-Άλκη.
-Δε σε ξέρω.
-Εγώ όμως σε ξέρω. Πήγαινε ξύπνα τα αδέρφια σου και πηγαίνετε μια βόλτα, εγώ θα σας περιμένω.
Πάει
λοιπόν η μικρή, ξυπνάει τα αδέρφια της, σηκώνονται αυτά με παράπονο και
γκρίνια, αλλά μια την είχαν την μικρή, μην την κακοκαρδίσουν. Δεν βρήκε
η μικρή τον Άλκη, παραξενεύτηκε. Πάνε λοιπόν μια βόλτα με τα πόδια και
όταν γύρισαν είδαν πυροσβεστικά οχήματα έξω απο την πολυκατοικία.
-Τι έγινε? ρώτησε το πιο μεγάλο απο τα αδερφια.
-Κάποιος
απο την πολυκατοικία άφησε αναμμένο τσιγάρο και πήρε φωτιά όλος ο
τρίτος και ο τέταρτος όροφος!(τα παιδια εμεναν στον τρίτο)
Η μικρή
τους είπε για τον Άλκη, μα κανείς δεν την πίστεψε, εκτός απο μια κοπέλα
νεαρή που έμενε στην πολυκατοικια. Της είπε εμπιστευτικα πως αυτός ήταν
ο φύλακας άγγελος της και την προστατευσε τελευταία στιγμή.
Τώρα αυτή η μικρή είναι 14 χρονών και είναι γνωστή μου η κοπελιά και ακόμα πιστεύει πως δεν ήταν της φαντασίας της όλο αυτό.
[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτόν το σύνδεσμο.]