Ο Richard έφτασε μπροστά στο παλιό σπίτι. Περίεργο. Δεν ήξερε ότι ζούσαν άνθρωποι εκεί μέσα. Κάθε φορά που δούλευε delivery τύχαινε να περνάει από εκείνη τη γειτονιά τουλάχιστον τρεις με τέσσερις φορές αλλά ποτέ δεν είχε δει ένα φως πίσω από τα θαμπά παράθυρα. Και όμως, σύμφωνα με το τηλεφώνημα, το σπίτι κατοικούνταν και οι ένοικοι ήταν πεινασμένοι για πίτσα με πεπερόνι. O Richard κατέβηκε από το παπί, προσπέρασε την πεσμένη καγκελόπορτα και κινήθηκε προς την εξώπορτα προσέχοντας τα βήματά του- ο κήπος ήταν απεριποίητος, γεμάτος σπασμένα μπουκάλια και τσουκνίδες. Έφτασε μπροστά στην βαριά σιδερένια πόρτα και χτύπησε το κουδούνι. «Άντε να τελειώνουμε» σκέφτηκε. «Ελπίζω να μου αφήσουν καλό φιλοδώρημα».Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας.
Ο Richard περίμενε να δει κάποιον να περιμένει πίσω της αλλά δεν ήταν κανείς. «Ίσως ο ιδοκτήτης να είναι ηλικιωμένος» σκέφτηκε, και μπήκε δειλά στο σκοτεινό χολ. «Είναι κανείς εδώ;», φώναξε. «Εδώ&εδώ&δώ&ώ» άκουσε την ίδια του την ηχώ να απαντάει. Εκνευρισμένος ο Richard συνέχισε να προχωράει στον διάδρομο. «Λες να είναι καμία φάρσα;». Η σκέψη πέρασε από το μυαλό του σχεδόν ανεπαίσθητα αλλά ο Richard την συγκράτησε. «Αν είναι άλλο ένα αστειάκι από τα κωλόπαιδα των Anderson θα τα πάρει ο διάολος», ψιθύρισε στον εαυτό του, με τα δόντια σφιγμένα από οργή. Ξαφνικά, του ήρθε στην μύτη μια γνώριμη μυρωδιά, από τότε που βοηθούσε τον πατέρα του στο χτήμα τους. Θειάφι.
Τότε ήταν που παρατήρησε πως στους τοίχους υπήρχαν πεντάλφες! Ζωγραφισμένες με αίμα! Πισωπάτησε έντρομος, παραπάτησε και έπεσε. Η πίτσα προσέκρουσε στο πάτωμα και διαλύθηκε, σαν ένα γκροτέσκο παζλ. Ο Richard σηκώθηκε και, ζαλισμένος, αναζήτησε την έξοδο πίσω του. Τότε η πόρτα έκλεισε! Και δεν άνοιγε! Και μετά εμφανίστηκε ένα ζόμπι που κάνοντας «μμμμμ» πλησίασε αργά για να του φάει τον εγκέφαλο. « Γουα δε φάααααακ» ούρλιαξε ο Richard και έτρεξε προς μια από τις πόρτες που έχασκαν μισάνοιχτες στο διάδρομο. Μπήκε σε ένα δωμάτιο και του επιτέθηκαν νυχτερίδες!Ούρλιαξε και άρχισε να κουνάει τα χέρια του σαν έλικες για να τις απομακρύνει! «Μμμμμ» ακουγόταν το πεινασμένο ζόμπι. Βγήκε στα τυφλά από το δωμάτιο και μπήκε στην απέναντι πόρτα&όπου του επιτέθηκε ένας βρικόλακας! Ο Richard ένιωσε να λιποθυμάει αλλά πρόλαβε να βγει στο διάδρομο-ο βρικόλακας δεν τον ακολούθησε γιατί η πίτσα είχε πολύ σκόρδο- οι πελάτες είχαν κάνει πολλές φορές παράπονα στον Jose, το Μεξικάνο μάγειρα. Ο Richard ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο του σπιτιού. Όταν έφτασε στην κορυφή της σκάλας, είδε στα αριστερά του την πηγή της μυρωδιάς θειαφιού: Ήταν ένας δαίμονας! Που έτρωγε ένα ανθρώπινο κεφάλι! Ο Richard έτρεξε προς τα δεξιά, σε έναν άλλον διάδρομο γεμάτο πόρτες. Άνοιξε μία στην τύχη και είδε να του ορμάει ένα σκυλί&με τρία κεφάλια! Έκλεισε την πόρτα με όση δύναμη είχε και άνοιξε τη διπλανή της&όπου μια σαπισμένη μούμια είχε σηκωθεί από την σαρκοφάγο όπου κειτόταν. «Αααααργκχ!» είπε ο Richard,που ένιωθε το έμφραγμα να πλησιάζει και αναζήτησε καταφύγιο στο απέναντι δωμάτιο&όπου πρόλαβε να δει έναν άνθρωπο που μεταμορφωνόταν σε λυκάνθρωπο! Η διπλανή πόρτα έγραφε WC , και ο Richard χωρίς να το σκεφτεί την άνοιξε&και είδε τη μπανιέρα γεμάτη αίμα&και μέσα στο αίμα πιράνχας&αλλά ήταν ζόμπι-πιράνχας&.και πάνω στη λεκάνη καθόταν το τέρας του Φρανκενστάιν με ένα μπαλντά και διαμέλιζε ένα πτώμα, και μόλις είδε τον Richard άρχισε να ουρλιάζει και όρμησε κατά πάνω του. «Μάνααααα» φώναξε ασυναίσθητα ο Richard, καθώς έριξε όλο το βάρος του στην πόρτα και την κλείδωσε με το κλειδί που υπήρχε πάνω στην κλειδωνιά. Πίσω του, το φάντασμα ενός πεθαμένου κοριτσιού έσερνε τις αλυσίδες και του έλεγε «έλα μαζί μουυυυυυ».Τρελαμένος από τον φόβο πήρε φόρα και πήδηξε έξω από το παράθυρο, στο τέλος του διαδρόμου, πριν προλάβει να τον πιάσει ένα τέρας που αντί για χέρια είχε μπαγκέτες και πάνω τους οι μπαγκέτες είχαν ξυραφάκια.
Έσκασε στον κήπο με έναν βουβό ήχο. «Γδθουμπ», ακούστηκε. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ήξερε καν αν ήταν ζωντανός. Επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις σηκώθηκε όρθιος: Δεν είχε σπάσει τίποτα. « Πρέπει να φτάσω στο παπί μου» σκέφτηκε. Άρχισε να τρέχει , καθώς η πόρτα πίσω του σπιτιού άνοιξε και τα ζόμπι-τέρατα-δαίμονες- φρανκενστάιν-βαμπίρ-κέρβεροι-πιράνχας (γιατί ήταν ιπτάμενα) ξεχύθηκαν στο κατόπι του. Ανέβηκε στο παπί του και γύρισε το κλειδί. Το παπί πήρε μπροστά και ευτυχισμένος, ο Richard σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο προς την εφιαλτική ορδή που είχε σταματήσει να τον ακολουθεί. Και τότε τον χτύπησε μια νταλίκα, και τον σκότωσε ακαριαία. Και την νταλίκα δεν την οδηγούσε ΚΑΝΕΙΣ!