Ιανουάριος 1949. Στην περιοχή του Mont Rainier, στο Mairyland, ζεί μια
οικογένεια που απαρτίζεται από τον πατέρα, την μητέρα, τη γιαγιά, το
νεαρό γιο τους, και μια θεία, η οποία, αν και δε μένει ακριβώς εκεί,
περνά πολύ καιρό από τη ζωή της στο σπίτι αυτό, μιας και διατηρεί πολύ
καλές σχέσεις με όλους και κυρίως με τον ανιψιό της. Η θεία
αυτοαποκαλείται μέντιουμ και περνά την ώρα της "παίζοντας" Ουίζα, και
μυώντας και τον ανιψιό της σ' αυτήν την πρακτική. Η Ουίζα είναι μια
θεωρητικά απλή αλλά ουσιαστικά πολύ επικίνδυνη πρακτική που επιτρέπει
μέσω ενός πλακέ χαρτονιού ή ξύλου, όπου βρίσκονται τα γράμματα της
αλφαβήτου καθώς και κάποια άλλα σύμβολα, να έρθεις σε επαφή με τον άυλο
κόσμο των νεκρών. Στην Παλαιά μάλιστα Διαθήκη, η πρακτική αυτή
τιμωρούνταν με θάνατο διότι επέτρεπε την επίκληση και τον ερχομό ενός
δαίμονα στον κόσμο μας.
Κατά τη διάρκεια αυτών των "παιχνιδιών",
παράξενα πράγματα άρχισαν να εκδηλώνονται στο σπίτι, όπως θόρυβοι που
δεν υπήρχε λόγος να υπάρχουν, γδαρσίματα στους τοίχους... Έπειτα, οι
θόρυβοι έγιναν πιο έντονοι κι' επίμονοι, συνεχίζονταν μάλιστα και κατά
τη διάρκεια ατέλειωτων βραδιών. Αντικείμενα άρχισαν να μετακινούνται
μόνα τους, φρούτα εκσφενδονίζονταν από τη μια άκρη του δωματίου στην
άλλη, το τραπέζι στριφογύριζε... Στο δωμάτιο του παιδιού τα πρωινά
διαπίστωναν έντρομοι ίχνη άγριων γραντζουνιών στο στρώμα του.
Στις 26
Ιανουαρίου, η θεία πεθαίνει. Ο νεαρός που ήταν δεμένος μαζί της δεν
μπορεί να το ξεπεράσει και ψάχνοντας για κάποια διέξοδο, στρέφεται προς
την Ουίζα, με την ελπίδα να έρθει σε επαφή μαζί της.
Αρχίζει να
αλλάζει. Κλείνεται στον εαυτό του, ενώ οι νύχτες του στοιχειώνονται από
εφιάλτες. Η οικογένεια δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει, η κατάσταση
έχει ξεφύγει από οποιοδήποτε όριο. Θα στραφούν προς την Εκκλησία
ελπίζοντας να βρουν εκεί μια απάντηση. Εκεί θα τους υποδεχθεί ο πάτερ
Schuss.
Ο ιερέας γνωρίζει πολύ καλά τον δόκτωρα Rhein, γιατρό
παραψυχολόγο. Σε μια αλληλογραφία που αντάλλαξαν διαβάζουμε: " Τη νύχτα
της 17ης προς 18ης Φεβρουαρίου, πήρα το παιδί μαζί μου για τη νύχτα, για
να διαπιστώσω από μόνος μου τα φαινόμενα που μου είχαν αναφέρει. Το
παιδί αποκοιμήθηκε σε μια πολυθρόνα, κι 'έπειτα από λίγο γλίστρησε
σιγά-σιγά κι' ακούμπησε στο πάτωμα. Το πήρα και το έβαλα στο κρεβάτι, το
οποίο άρχισε να δονείται, το στρώμα βρέθηκε στο πάτωμα, και γλίστρησε
κυριολεκτικά κάτω από το κρεβάτι..."
Πήγαν το παιδί σε ψυχιατρική
κλινική υπό την επίβλεψη του δόκτωρα Mablerose, έκλεισαν τρία ραντεβού
για να το εξετάσουν, πήγαν στα δύο, όχι όμως και στο τρίτο, από φόβο μην
το κλείσουν μέσα, μιας και την εποχή εκείνη, το να σε κλείσουν σε
ψυχιατρικό άσυλο ήταν αντίστοιχο με το να σε κλείσουν σε φυλακή
καταδίκων.
Ο ιερέας θα τους προτείνει τη δική του εξήγηση: το
παιδί πρέπει να είναι δαιμονισμένο. Θα πάρει την οικογένεια και θα πάνε
στην εκκλησία Saint James, όπου τους περιμένει ο νεαρός πάτερ A. Hugues.
Όταν ο ιερέας συναντάται με το παιδί, το παιδί εκστομίζει ακατονόμαστες
βρισιές, το τηλέφωνο του ιερέα στο γραφείο του αρχίζει να κινείται από
μόνο του, στο δωμάτιο πέφτει απότομα η θερμοκρασία σε σημείο ψύχους.
Τρομοκρατημένος, ο ιερέας συμπεραίνει πως πρόκειται πράγματι περί
δαιμονισμού που επιβάλει εξορκισμό. Όμως δεν τηρούνται όλες οι
προϋποθέσεις που έχει θεσπίσει η Εκκλησία για να πραγματοποιηθεί ο
εξορκισμός, και πέρα απ' αυτό, ο ιερέας είναι νέος, χωρίς πείρα στους
εξορκισμούς...
Ωστόσο, ο πάτερ Hugues θα κάνει όλες τις απαραίτητες
προετοιμασίες για τον εξορκισμό ενώ θα οδηγήσει το παιδί στο νοσοκομείο
της Georgetown όπου θα λάβει χώρα ο εξορκισμός. Όλα είναι έτοιμα.
Το
παιδί, δεμένο σφιχτά στο κρεβάτι με δερμάτινα λουριά, χτυπιέται ξέφρενο
προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο πάτερ Hugues ξεκινά τον εξορκισμό... Όσο η
διαδικασία προχωρά, τόσο πιο βίαιο γίνεται το παιδί, εκστομίζοντας
ακατάπαυστα αισχρολογίες και βλασφημίες. Ο ιερέας δεν αφήνει τον εαυτό
του να παρασυρθεί από αυτά που ακούει και συνεχίζει τον εξορκισμό, αλλά
σε κάποια στιγμή χαλάρωσης, το παιδί καταφέρνει να βγάλει ένα από τα
λουριά, βγάζει από το κρεβάτι μια σούστα και σκίζει μ' αυτή το χέρι του
ιερέα, από τον ώμο ως τον καρπό. Μετά από αυτή την πρώτη προσπάθεια
εξορκισμού, ο ιερέας καταλαβαίνει ότι έχει να κάνει με τον ίδιο το
Διάβολο. Παραδέχεται ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και σταματά. Μόλις
περνά η κρίση, το παιδί επιστρέφει με τους γονείς του στο σπίτι.
Την
άλλη μέρα το πρωί, η λέξη "Louis" εμφανίστηκε στο στήθος του, χαραγμένη
στο δέρμα με νύχια ή κάποιο άλλο αιχμηρό αντικείμενο. Οι γονείς
κοντεύουν να τρελαθούν και, καθώς οι ίδιοι κατάγονται από την πόλη Saint
Louis, πηγαίνουν στο σπίτι του θείου του παιδιού, ο οποίος μένει σ'
αυτήν την πόλη. Παρά αυτή τους τη μετακίνηση, τίποτα δεν αλλάζει. Τα
φαινόμενα εξακολουθούν να επιμένουν. Η κόρη αυτού του θείου, πηγαίνει
στην εκκλησία του Αγίου Francois Xavier για να μιλήσει στους ιερείς για
εκείνα που είδε να συμβαίνουν στο σπίτι της. Εκεί θα μιλήσει στον πατέρα
Bishop, ο οποίος, συνοδευόμενος από το πατέρα Bowdern πηγαίνουν στο
σπίτι να συναντήσουν τους δυστυχείς γονείς. Μόλις το παιδί τους βλέπει
αρχίζει να κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις, βρίζει και δείχνει να
αηδιάζει στην όψη και μόνο των ιερέων αλλά και κάθε θρησκευτικού
συμβόλου που φέρουν πάνω τους.